Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

ποθεν ἄλλοθεν

  • 1 Quarter

    subs.
    Fourth part: use P. and V. τέταρτον μέρος.
    Region: P. and V. χώρα, ἡ, τόπος, ὁ, or pl.
    Hand direction: P. and V. χείρ, ἡ.
    From what quarter: interrogative, P. and V. πόθεν; indirect, ὅποθεν.
    From another quarter: P. and V. ἄλλοθεν.
    From all quarters: P. and V. πάντοθεν, Ar. and P. πανταχόθεν.
    From no quarter: P. οὐδαμόθεν.
    From some quarter or other: P. and V. ποθέν ( enclitic).
    All is well in that quarter: V. καλῶς τά γʼ ἐνθένδε (Eur., Or. 1277).
    Quarter of a town: P. μέρος, τό (Thuc. 2, 15), κώμη, ἡ.
    Pardon: P. and V. συγγνώμη, ἡ, V. σύγγνοια, ἡ.
    Give quarter: P. and V. φείδεσθαι (also with gen. of object).
    Give no quarter ( in battle): P. μηδαμῶς ζωγρεῖν (Plat., Legg. 868B).
    ——————
    v. trans.
    Billet: P. καταστρατοπεδεύειν (Xen.), V. εὐνάζειν, κατευνάζειν (Eur., Rhes.); see Billet.
    Be quartered: P. σκηνεῖν, V. κατευνάσθαι (perf. pass. of κατευνάζειν), (Eur., Rhes. 611).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quarter

  • 2 Source

    subs.
    Of rivers, etc.: P. and V. πηγή, ἡ, κρήνη, ἡ, Ar. and V. κρουνός, ὁ.
    Origin: P. and V. ἀρχή, ἡ, πηγή, ἡ (Plat.), ῥίζα, ἡ.
    From what source, interrog.: P. and V. πόθεν; see Whence.
    From another source: P. and V. ἄλλοθεν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Source

См. также в других словарях:

  • άλλοθεν — ἄλλοθεν επίρρ. (Α) 1. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία 3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο «ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος «ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο… …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( …   Deutsch Wikipedia

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • όθεν — και όθε και όθενε (ΑΜ ὅθεν) επίρρ. 1. (αναφ.) από εκεί όπου, απ όπου, από όποιο μέρος, από όποιο πράγμα ή πρόσωπο ή χρόνο («ὑπὸ πλατανίσκῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (τοπικό) (αντί τού ὄθι) όπου («ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»